- βρυκολακιάζω
- αμετ.1) становиться оборотнем, вурдалаком, вампиром; 2) перен. оживить, возрождаться, воскресать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρυκόλακας — (18ος αι.). Αρματολός της Ρούμελης που έχει εμπνεύσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά μας πληροφορεί ότι ο Β. ήταν σύγχρονος του Χρήστου Μηλιώνη και του Βλαχαρμάτα, σε ένα άλλο όμως παρουσιάζεται ως σύγχρονος του Θύμιου Μπαλάσκα. Σύμφωνα… … Dictionary of Greek